εποικειούμαι

εποικειούμαι
ἐποικειοῡμαι, -όομαι (Μ)
είμαι οικείος, αποκτώ σχέσεις οικειότητας με κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”